- ἀποκρύπτει
- ἀποκρύπτωhide frompres ind mp 2nd sgἀποκρύπτωhide frompres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… … Dictionary of Greek
αποσιώπηση — η (AM ἀποσιώπησις) 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο σκόπιμα παραλείπει κανείς λέξεις ή φράσεις είτε ευνόητες είτε από ντροπή, οργή κ.λπ. 2. η κατά παράβαση νόμιμης υποχρέωσης παράλειψη ανακοίνωσης στην αρχή ορισμένων περιστατικών νεοελλ. το να… … Dictionary of Greek
καλοφτ(ε)ιάσιδος — και καλοφκ(ε)ιάσιδος, η, ο 1. αυτός που είναι ωραία και με επιμέλεια φτ(ε)ιασιδωμένος, αυτός που ψιμυθιώνεται καλά 2. μτφ. αυτός που αποκρύπτει την πραγματική του υπόσταση, που εξαπατά, που πλαστογραφεί τον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< … Dictionary of Greek
καλύπτης — καλύπτης, ὁ (Α) [καλύπτω] 1. (γλώσσα) 1. κεραμίδι 2. πάπ. αυτός που καλύπτει, αυτός που αποκρύπτει κάτι … Dictionary of Greek
κλεπταποδόχος — ο, η αυτός που εν γνώσει του αποδέχεται, αποκρύπτει ή και χρησιμοποιεί κλοπιμαία πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. κλεπτ αποδόχος (αντί τού ορθ. κλοπιμαιο αποδόχος) < κλέπτω + αποδόχος (< ἀποδέχομαι), πρβλ. λησταποδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον… … Dictionary of Greek
κρυψίνοια — η (Μ κρυψίνοια) [κρυψίνους] το να αποκρύπτει κάποιος τις σκέψεις ή τις πραγματικές του προθέσεις νεοελλ. συνεκδ. υποκρισία, προσποίηση … Dictionary of Greek
κρυψίνους — ουν (AM κρυψίνους, ουν και οος, οον) 1. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του 2. υποκριτής, ανειλικρινής, πανούργος («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», Ξεν.). επίρρ... κρυψίνως (Α) ανειλικρινώς … Dictionary of Greek
μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… … Dictionary of Greek
φοροφυγάδας — και λόγιος τ. φοροφυγάς, ο, Ν [φοροφυγή] αυτός που αποκρύπτει το μέγεθος τού εισοδήματός του και δεν πληρώνει τους φόρους που τού αναλογούν … Dictionary of Greek